Τον Ιανουάριο 2000 έγινε η ιδιωτικοποίηση του νερού στη Βολιβία, τον Φεβρουάριο 2000 ξεκίνησε ο πόλεμος του νερού, όπως τον ονόμασαν οι ντόπιοι.
Έχουν περάσει 13 χρόνια από τον πόλεμο του νερού αλλά η μνήμη της συλλογικής νίκης των κατοίκων της Κοτσαμπάμπα το 2000 ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού αιωρείται ακόμα στο βολιβιανό ουρανό. Οι κάτοικοι δεν πέτυχαν μόνο κατά της ιδιωτικοποίησης ενός δημοσίου αγαθού, πέτυχαν να ξαναφέρουν την αλληλεγγύη και την ελπίδα σ' ένα καλύτερο μέλλον για την κοινωνία τους. Λίγα χρόνια αργότερα, η ελπίδα αυτή οδήγησε στην εκλογή του Έβο Μοράλες, του πρώτου ιθαγενή προέδρου στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής.
Η Βολιβία είναι μία από τις πιο φτωχές χώρες στην αμερικάνικη ήπειρο ενώ έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ιθαγενών και μικτής καταγωγής κατοίκων (mestizo). Η Βολιβία έχει μπει στο ρεκόρ Γκίνες ως η χώρα με τα περισσότερα πραξικοπήματα -193 από την ανεξαρτησία της το 1825. Οι περισσότεροι ιθαγενείς δεν έμπαιναν καν στον κόπο να ψηφίσουν καθώς είχαν αποκλειστεί τελείως από τις δομές της εξουσίας. Η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν τα ισπανικά και οι δικές τους γλώσσες δεν εμφανίζονταν ούτε χρησίμευαν πουθενά, με αποτέλεσμα να καταγράφονται ως αναλφάβητοι. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, κυρίως ισπανικής καταγωγής, ζούσαν, και ακόμα ζουν, σε σπίτια-φρούρια ενώ η πλειοψηφία των φτωχότερων στρωμάτων δεν έχει πρόσβαση σε νερό, ηλεκτρισμό και θέρμανση.
Έχουν περάσει 13 χρόνια από τον πόλεμο του νερού αλλά η μνήμη της συλλογικής νίκης των κατοίκων της Κοτσαμπάμπα το 2000 ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού αιωρείται ακόμα στο βολιβιανό ουρανό. Οι κάτοικοι δεν πέτυχαν μόνο κατά της ιδιωτικοποίησης ενός δημοσίου αγαθού, πέτυχαν να ξαναφέρουν την αλληλεγγύη και την ελπίδα σ' ένα καλύτερο μέλλον για την κοινωνία τους. Λίγα χρόνια αργότερα, η ελπίδα αυτή οδήγησε στην εκλογή του Έβο Μοράλες, του πρώτου ιθαγενή προέδρου στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής.
Η Βολιβία είναι μία από τις πιο φτωχές χώρες στην αμερικάνικη ήπειρο ενώ έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ιθαγενών και μικτής καταγωγής κατοίκων (mestizo). Η Βολιβία έχει μπει στο ρεκόρ Γκίνες ως η χώρα με τα περισσότερα πραξικοπήματα -193 από την ανεξαρτησία της το 1825. Οι περισσότεροι ιθαγενείς δεν έμπαιναν καν στον κόπο να ψηφίσουν καθώς είχαν αποκλειστεί τελείως από τις δομές της εξουσίας. Η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν τα ισπανικά και οι δικές τους γλώσσες δεν εμφανίζονταν ούτε χρησίμευαν πουθενά, με αποτέλεσμα να καταγράφονται ως αναλφάβητοι. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, κυρίως ισπανικής καταγωγής, ζούσαν, και ακόμα ζουν, σε σπίτια-φρούρια ενώ η πλειοψηφία των φτωχότερων στρωμάτων δεν έχει πρόσβαση σε νερό, ηλεκτρισμό και θέρμανση.
Από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχαν αναλάβει τη «δομική αναδιοργάνωση» της οικονομίας στη Βολιβία. Όχι τυχαία καθώς η χώρα είναι πλούσια σε φυσικό αέριο, σε χρυσό και σε πολλά άλλα μέταλλα. Βέβαια για κάποιο περίεργο λόγο η Βολιβία δεν επωφελήθηκε ποτέ των εξαγωγών της και συνέχιζε να δανείζεται. Το 2000 η Παγκόσμια Τράπεζα έβαλε τέλος στον «ασύδοτο δανεισμό» και απείλησε τη βολιβιανή κυβέρνηση ότι θα σταματήσει την ‘εισροή χρήματος’ αν δεν ιδιωτικοποιήσουν το νερό. Ήταν, λέει, η μόνη λύση για να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο σύστημα ύδρευσης.
Η κυβέρνηση δεν θα τολμούσε ποτέ να εναντιωθεί σε διεθνή ιδρύματα. Στα ηνία της χώρας πρόεδρος ήταν ο Ούγκο Μπανζέρ, πρώην δικτάτορας κατά τη δεκαετία του ’70 και στενός φίλος του Πινοσέτ. Ο Μπανζέρ ήταν επίσης ιδιαίτερα γνωστός για την τυφλή υπακοή του σε νεοφιλελεύθερα πειράματα και για τα μαζικά βασανιστήρια στους αντιφρονούντες. Το 1997 εκλέχτηκε δημοκρατικά αυτή τη φορά, με την ευλογία της βολιβιανής άρχουσας τάξης, της οποίας ο καθημερινός εφιάλτης ήταν μην τυχόν ξεσηκωθούν οι ιθαγενείς και τους σκοτώσουν. Ο Μπανζέρ είχε αποδείξει τις ικανότητες του στον τομέα της καταστολής.
Μ’ αυτόν τον τρόπο πέρασε η διαχείριση του νερού σε μια κοινοπραξία πολυεθνικών εταιριών, με επικεφαλής την αμερικάνικη Bechtel που ονομάστηκε Aguas de Tunari (Νερά του Τουνάρι, χωριό κοντά στη Κοτσαμπάμπα απ’ όπου έρχεται το νερό). Η σύμβαση υπογράφθηκε για σαράντα χρόνια και έδινε εγγυήσεις στην πολυεθνική για ένα ελάχιστο 15% ετήσια απόδοση της επένδυσής τους.
Γνωρίζοντας όμως ότι οι περισσότεροι κάτοικοι δεν έχουν καν εγκαταστάσεις ύδρευσης και ότι παίρνουν νερό από πηγάδια, η κυβέρνηση πέρασε και έναν απαραίτητο συμπληρωματικό νόμο, τον 2029: η ιδιοκτησία των πηγαδιών και κάθε ανεξάρτητου μέσου συλλογής νερού περνούσε στον έλεγχο της Agua de Tunari. Οι κάτοικοι που χρησιμοποιούσαν ανεξάρτητα μέσα συλλογής νερού έπρεπε να τα δηλώσουν στο δήμο και φυσικά όταν πήγαιναν, αυτά περνούσαν στον έλεγχο της πολυεθνικής.
Για να μπορέσει όμως να ισχύσει ο νόμος 2029, η κυβέρνηση, μάλλον σκεφτόμενη την αντιδημοτικότητα του, έπρεπε να ρυθμίσει και την καταστολή. Έχοντας ήδη την τοπική αστυνομία σε διπλοβάρδια, έδωσε την άδεια στην Aguas de Tunari να δημιουργήσει μια ιδιωτική αστυνομία νερού. Σκοπός της αστυνομίας νερού ήταν να επισκέπτεται σπίτια και να ελέγχει πώς μάζευαν το νερό. Είχε δικαιοδοσία να επιτάσσει πηγάδια. Πολλοί κάτοικοι είχαν δημιουργήσει ατομικές δεξαμενές που μάζευαν το νερό της βροχής και η αστυνομία πήγαινε στα σπίτια τους και τους γκρέμιζε τις δεξαμενές. Ακόμα και η βροχή είχε ιδιωτικοποιηθεί.
Η απάντηση της κοινοπραξίας στις λίγες φωνές από το εξωτερικό που ασχολήθηκαν ήταν διόλου ευφάνταστη: «δίνουμε δουλειές στους ντόπιους». Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η πολυεθνική ανέβασε την τιμή του νερού κατά 30% για να επενδύσει σε εγκαταστάσεις ύδρευσης. Τα στελέχη της Aguas de Tunari ήταν τόσο τελείως εκτός πραγματικότητας που όταν ο διευθυντής της έφτασε στη Κοτσαμπάμπα και ρωτήθηκε από την τοπική εφημερίδα Los Tiempos τι θα γίνει αν οι κάτοικοι δεν μπορούν να πληρώσουν, απάντησε ότι πολύ απλά θα τους κόβεται το νερό.
Όπως είναι φυσικό, οι εξεγέρσεις ξεκίνησαν. Τον Ιανουάριο του 2000 έγινε η ιδιωτικοποίηση, τον Φεβρουάριο του 2000 ξεκίνησε ο πόλεμος του νερού, όπως τον βάφτισαν οι ντόπιοι. Η Κοτσαμπάμπα υπέφερε ιδιαίτερα από την ιδιωτικοποίηση του νερού καθώς είναι η κύρια αγροτική περιοχή της Βολιβίας.
Οι φοιτητές, οι αγρότες και οι φτωχοί εργάτες της Κοτσαμπάμπα ήταν οι πρώτοι που οργανώθηκαν. Αντιπροσωπεία αυτών ξεκίνησε να συνεδριάζει στο πανεπιστήμιο και αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα συντονιστικό που ονομάστηκε La Coordinadora. Εκπρόσωπος τους εκλέχθηκε ο Όσκαρ Ολιβέρα, συνδικαλιστής από το σωματείο των εργατών. Μέλη της La Coordinadora που ζήτησαν και συναντήθηκαν με τον δήμαρχο, συνελήφθησαν επιτόπου.
Η ιστορία συνεχίστηκε έτσι για δύο μήνες σε όλη την χώρα, με μολότοφ και πετροπόλεμο από τη μια μεριά και καταστολή και συνεχείς συλλήψεις από την άλλη, ώσπου οι φυλακές της Βολιβίας γέμισαν. Όμως κατά τη διάρκεια αυτών των δυο μηνών, συνέβη κάτι αναπάντεχο που δεν το είχαν υπολογίσει κυβέρνηση και πολυεθνική: θύμωσε και η μεσαία και ανώτερη τάξη καθώς ανέβηκε και σε αυτούς η ταρίφα του νερού και καθώς οι εργάτες τους βρισκόντουσαν είτε στους δρόμους είτε στις φυλακές. Οι τιμές των φρούτων και λαχανικών εκτοξεύτηκαν ενώ σημαντικές ελλείψεις παρουσιάστηκαν στην αγορά.
Τον Απρίλη του 2000 η εξέγερση στην Κοτσαμπάμπα αγρίεψε, οδοφράγματα στήθηκαν σε όλη την πόλη και ο πόλεμος φούντωσε. Ο πρόεδρος της χώρας μαζί με τον αντίστοιχο Υπουργό Προστασίας του Πολίτη κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο στην πόλη που έδινε το ελεύθερο για μαζικές συλλήψεις. Οι τηλεοράσεις της χώρας γέμισαν από ειδήσεις ότι στην Κοτσαμπάμπα έχει πάρει τον έλεγχο το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών και πως η καταστολή είναι αναγκαία. Εδώ αξίζει να διαφοροποιήσουμε τους cocaleros, φτωχούς καλλιεργητές του φυτού κόκα που έχει τεράστια σημασία στην κουλτούρα των Άνδεων και τους εμπόρους ναρκωτικών, πλούσιους επιχειρηματίες με διεθνείς διασυνδέσεις. Όσο και αν η τηλεοπτική προπαγάνδα το προσπάθησε, οι άλλες πόλεις της Βολιβίας ακολούθησαν το παράδειγμα της Κοτσαμπάμπα και μια μέρα αργότερα, όλη η χώρα εξεγέρθηκε.
Μέσα στα οδοφράγματα αναπτύχθηκαν φιλίες. Οι κάτοικοι της Κοτσαμπάμπα που ζούσαν στο κέντρο της πόλης, και άρα στην εμπόλεμη ζώνη και προέρχονταν από τη μεσαία και ανώτερη τάξη, ξεκίνησαν να φτιάχνουν μαζικά πανιά με ξύδι για τα δακρυγόνα. Άλλοι το προχώρησαν και έφτιαχναν μολότοφ. Όλη η πόλη βρισκόταν εξεγερμένη στους δρόμους. Το σύνθημα el agua es nuestra, carajo (το νερό είναι δικό μας γαμώτο) λέγεται ότι ακουγόταν ασταμάτητα για μία ολόκληρη μέρα.
Ο αρχηγός της αστυνομίας τότε έπαιξε το τελευταίο και πιο βάρβαρο χαρτί του, διατάζοντας τις δυνάμεις ασφαλείας να ανοίξουν πυρ ενάντια στο συγκεντρωμένο πλήθος. Ο 17χρονος Βίκτωρ Ούγκο Ντάζα, που γυρνούσε από τη δουλειά του και ενώθηκε με τη πορεία, σκοτώθηκε ακαριαία. Δεκάδες τραυματίστηκαν βαριά και τα νοσοκομεία γέμισαν. Ο δήμαρχος της Κοτσαμπάμπα πήρε αποστάσεις και από την κυβέρνηση και από την ιδιωτικοποίηση του νερού. Πολλοί υπουργοί της κυβέρνησης έκαναν το ίδιο και ο Μπανζέρ αναγκάστηκε να αποσύρει το νόμο και να κηρύξει ξανά το νερό δημόσιο αγαθό.
Η βολιβιανή κοινωνία, μετά από τρεις μήνες εξέγερσης νίκησε στον πόλεμο του νερού, όχι βέβαια χωρίς θύματα, καθώς ο δολοφόνος του 17χρονου και οι ηθικοί αυτουργοί του δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Η νίκη αυτή δεν θα μπορούσε να έρθει χωρίς τη συμμετοχή όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό που κατάφερε πάνω απ’ όλα η βολιβιανή κοινωνία ήταν να ξεπεράσει το δίπολο ιθαγενής-ισπανόφωνος και να δημιουργήσει ένα αίσθημα ενότητας, απαραίτητο για τις μετέπειτα εξελίξεις.
Από την εκλογή του Έβο και μετά, η Βολιβία έχει κάνει μεγάλη διεθνή καμπάνια για να αναγνωριστεί το νερό ως δημόσιο αγαθό. Το 2010 τα Ηνωμένα Έθνη με 122 ψήφους και με την ηχηρή απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, θέσπισαν το δικαίωμα πρόσβασης σε πόσιμο νερό ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Επειδή η ελληνική κυβέρνηση επισπεύδει τις ιδιωτικοποιήσεις όλων των δημοσιών αγαθών καλό θα ήταν να παραδειγματιστούμε από εστίες ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ όπως η Βολιβία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου