Δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη κοινωνία αν δεν λειτουργεί με αρχές και
κανόνες που εδράζονται (όχι απλώς στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος του
πολίτη αλλά) στην ανάδειξη του πολίτη ως αφετηρία και αποδέκτη κάθε
προόδου. Δεν μπορεί να υπάρχει καμία πρόοδος (οικονομική, τεχνολογική
κτλ) αν ο πολίτης γίνεται λιγότερο ευτυχισμένος. Αν το καλοσκεφτείτε
αυτή η πεποίθηση διαφοροποιεί ακόμα και την αστική δημοκρατία του
σημερινού παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού από τη δημοκρατία που
οραματίσθηκαν οι πρωτεργάτες των αστικών επαναστάσεων.
Δεν καταλαβαίνω πως ακριβώς θα πρέπει να είναι μία σύγχρονη σοσιαλιστική οικονομία, πολύ περισσότερο πως θα είναι ο σοσιαλιστικός κοινωνικός ιστός. Δεν αισθάνομαι όμως άσχημα, ιδιαίτερα ρίχνοντας μια ματιά στο “ How to Change the World: Tales of Marx and Marxism” του Eric Hobsbawm. Ούτε ο Κάρολος Μαρξ ήξερε! Είμαι σίγουρος ότι δεν θα είναι όπως η Σοβιετία και είμαι ακόμα πιο σίγουρος ότι η σοσιαλιστική Πολιτεία θα πρέπει να αποσκοπεί στην ευτυχία του Πολίτη.
Σε γενικές γραμμές “υποψιάζομαι” πως θα πρέπει να είναι το Πανεπιστήμιο σε μία τέτοια κοινωνία. Πολύ λίγοι θα διαφωνήσουν ότι το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να είναι ναός επιστήμης, παραγωγός νέας γνώσης, γυμναστήριο πνεύματος, συμμέτοχος στην κοινωνική (και οικονομική) πρόοδο κτλ. Πολύ λίγοι θα διαφωνήσουν ότι σε ένα τέτοιο Πανεπιστήμιο ο φοιτητής έχει το καθήκον να απορροφεί τη γνώση και να αναπτύσσει δεξιότητες, να συμβάλλει ενεργά στον μαθησιακό διάλογο, να συμβάλλει στη δημοκρατική λειτουργία του Ιδρύματος και να στέκεται/σκέφτεται κριτικά στο περιεχόμενο και στο τρόπο παροχής σπουδών. Ότι ο Καθηγητής θα πρέπει να είναι αφοσιωμένος στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό του έργο, θα πρέπει να επιλέγεται και να προάγεται σύμφωνα με την αξία του και να αξιολογείται από τους φοιτητές και τους ομότιμους του για την πνευματική παραγωγή και συμβολή του. Ότι το Πανεπιστήμιο θα πρέπει, πρωτίστως, να είναι ανοιχτό στην κοινωνία και στον κάθε πολίτη, ότι δεν μπορεί να είναι ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ προσανατολισμένο στις εκάστοτε ανάγκες της παραγωγής ούτε η αγορά εργασίας θα καθορίζει αποκλειστικά τις σπουδές που θα προσφέρονται. Έννοιες όπως άμιλλα, αριστεία, επίτευγμα, προσφορά,… θα χρησιμοποιούνται καθημερινά για την αποτίμηση της λειτουργικότητας του θεσμού.
Ωστόσο, σήμερα ζούμε σε μία χρεοκοπημένη, εξαρτημένη, βασανισμένη χώρα που αφού διεφθάρη συστηματικά υπό την καθοδήγηση εντοπίων, αστών πολιτικών και με την συνεργασία ευρωπαϊκών και διεθνών οικονομικών παραγόντων (προς όφελος ιδιοτελών και ξένων συμφερόντων) έχει αποφασίσει ότι “κάτι πρέπει να αλλάξει”. Στο λαό μας απομένει να διαλέξει μεταξύ δύο πολιτικών: α) εφαρμογή των αλληλοδιαδεχόμενων μνημονίων με την ελπίδα ότι “κάτι θα γίνει στην Ευρώπη” και θα σωθούμε ή β) ανασυγκρότηση της χώρας με ιδία ευθύνη.
Η πρώτη επιλογή δεν χρειάζεται πολύ σκέψη, απλώς εφαρμόζονται οι υποδείξεις των δανειστών και η πολιτική χειραγωγείται από την διαρκή απειλή της μη έλευσης της δόσης και άρα της άτακτης χρεοκοπίας. Η δεύτερη, τουλάχιστον όπως προτείνεται από το ΣΥΡΙΖΑ, αφορά αφενός στην πολιτική λύση του Ευρωπαϊκού προβλήματος χρέους (το αντιλαμβάνομαι με τον ίδιο τρόπο που η διεθνής κοινότητα έλυσε το πρόβλημα του υπέρογκου χρέους της Γερμανίας λίγα χρόνια μετά την ήττα του ναζισμού) με γνώμονα την Ευρωπαϊκή Ιδέα της “Ευρώπης των Λαών” και αφετέρου στην εφαρμογή ενός προγράμματος εθνικής ανόρθωσης με γνώμονα την ανάδειξη του πολίτη στο προσκήνιο.
Η εύκολη λύση θα ήταν η επιλογή, ως κεντρικού άξονα στρατηγικής, της φθοράς και η τακτική του πλαγιοκοπήματος της αστικής πολιτικής. Βέβαια η λύση αυτή προϋποθέτει ότι δεχόμαστε πως δεν έχουν αξία αυτές καθαυτές οι λειτουργίες της αστικής Πολιτείας, διότι οι θεσμοί και οι μηχανισμοί υπηρετούν αντι-λαϊκές πολιτικές. Ωστόσο, μία τέτοια πολιτική, σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, δεν μπορεί να έχει μεγάλη απήχηση στην κοινωνία και η εμβέλεια της εξαντλείται στη διαμαρτυρία. Η σημερινή πολιτική ωριμότητα της Αριστεράς και η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, εκ των πραγμάτων επιβάλλουν άλλες στρατηγικές επιλογές, οι οποίες σκιαγραφήθηκαν και στις θέσεις- εκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Βεβαίως η επικοινωνιακή πολεμική των μνημονιακών κομμάτων λυσσομανά για να ταυτίσει την πολιτική αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ με δήθεν πολιτικές διαμαρτυρίας ή “λαϊκισμού” ή “κυβερνητικής ανετοιμότητας”, αποσκοπώντας στην απαξίωση των πραγματικών στρατηγικών στόχων και του πολιτικού προγράμματος του μεγαλύτερου κόμματος της Ελληνικής Αριστεράς. Εάν η πολιτική διδάσκει, τότε το “μάθημα” που διδάσκουν τα αστικά κόμματα είναι ότι “ώριμος να κυβερνήσει είναι εκείνος που χρησιμοποιεί αρχές και δεσμεύσεις ''a la carte''. Δυστυχώς η κοινωνία μας “διδάσκεται” αυτό το “μάθημα” για δεκαετίες τώρα. Θυμηθείτε… από το “χρηματιστήριο είναι ένδειξη ευρωστίας της οικονομίας μας”, από το “νόμιμο ή ηθικό”, έως το “λεφτά υπάρχουν”, για να μην αναφέρω και άλλα παραδείγματα κυβερνητικής ετοιμότητας των αστικών κομμάτων στην πρόσφατη ιστορία μας.
Η εκπόνηση αριστερής πολιτικής είναι “δύσκολη υπόθεση” διότι πρόκειται για έκφραση ειλικρινών αρχών και διαμόρφωση ρεαλιστικών στρατηγικών. Είναι “δύσκολη” διότι έχει να αντιπαλέψει τα συμφέροντα του πραγματικού “lobby της χρεοκοπημένης δραχμής και του κατεστραμμένου κοινωνικού κράτους”. Πολλοί μίλησαν για την ¨πατρίδα”, το “εθνικό συμφέρον”, τον “ταλαιπωρημένο λαό” αλλά εννοούσαν κάποιες τσέπες. Πολλοί μιλούν για ¨μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να τις έχουμε κάνει μόνοι μας” αλλά δεν εννοούν ότι ήταν εγκληματικό να προσληφθεί η εκλογική πελατεία τους στο δημόσιο. Εννοούν ότι θα πρέπει να μείνει ανοχύρωτος ο δημόσιος πλούτος, εύκολη βορά στους χρυσοθήρες της ελεύθερης αγοράς. Αντίθετα, η Αριστερά πρέπει να διαμορφώνει πολιτικές προς όφελος του πολίτη, να επιβάλει ανάπτυξη που δε συμφέρει τα κυρίαρχα χρηματοπιστωτικά ή άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα αλλά εξυπηρετεί το συμφέρον του δικού μας και των άλλων Ευρωπαϊκών λαών. Η Αριστερά λοιπόν, έχει εξασφαλίσει “από χέρι” ισχυρούς αντιπάλους.
Για κάθε ένα “επικοινωνιακό πυροτέχνημα” των μνημονιακών “μεταρρυθμιστών”, που αφορά στους θεσμούς της κοινωνίας και της δημοκρατίας, η Αριστερά θα πρέπει να αναδεικνύει την ουσία, να καταγγέλλει την διαστρέβλωση και να εκπονεί πολιτικές προ όφελος του πολίτη. Αυτή είναι και η αναγκαία συνθήκη της “ηγεμονίας” της και η ικανή συνθήκη για να κυβερνήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να ηγεμονεύσει ιδεολογικά και πολιτικά στην κοινωνία για να αναδειχθεί με δημοκρατικές εκλογές σε κυβέρνηση της χώρας. Να πείσει με θέσεις και πολιτικές ότι το όραμα “ο πολίτης στο προσκήνιο” μπορεί να γίνει βιώσιμη πραγματικότητα. Οι τέως πόλοι του δικομματισμού και σημερινοί πυλώνες του μνημονίου αρκεί να πουν ψέματα για τις προθέσεις τους και να υπαινιχθούν, κλείνοντας το μάτι, ότι θα “ηγεμονεύσουν οι ημέτεροι”.
Όταν επί παραδείγματι οι θιασώτες των μνημονίων μιλούν για “αξιοκρατία” και “αξιολόγηση” θα πρέπει η Αριστερά να αντιπαραβάλει, στο “πελατειακό κράτος”, που δημιούργησαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ , την αριστερή άποψη για αυτούς τους όρους. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Δεν αρκούν αοριστολογίες. Η κριτική και άρνηση της καθεστηκυίας αντίληψης (ακόμα και η αποκάλυψη ιδιοτελών συμφερόντων, μασκαρεμένων σε δήθεν εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις) δεν αποτελούν ολοκληρωμένη πολιτική απάντηση. Ούτε αρκεί η επίκληση σε γενικές αρχές που θα εφαρμοστούν όταν η Αριστερά έχει την κυβερνητική εξουσία. Η Αριστερά θα πρέπει να αποδεικνύει διαρκώς την ιδεολογική και πολιτική της υπεροχή, να ηγεμονεύει ιδεολογικά και πολιτικά. Ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία πρακτικά σημαίνει να πείθεις με την πληρότητα των θέσεων για το τι είναι προς όφελος του Πολίτη, τι θα πρέπει να γίνει τώρα και τι θα γίνει μετά. Οποιαδήποτε αδυναμία στην συγκεκριμενοποίηση τέτοιων θέσεων βλάπτει διπλά: α) δεν προσφέρει την αριστερή διέξοδο στην παγιδευμένη κοινωνία και β) αφήνει χώρο στην αντίπαλη πολιτική να επικρατήσει ακόμα και σε πολίτες που ιδεολογικά και πολιτικά συμμερίζονται τις αριστερές αρχές. Ακόμα και στην περίπτωση που η Αριστερά επικαλείται άλλες επείγουσες, υπαρκτές προτεραιότητες δεν αρκεί, η κατά τα άλλα, ειλικρινής πρόθεση ότι “το ζήτημα θα επεξεργασθή στο μέλλον”.
Ο νόμος Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου για την Ανώτατη Εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από την νεοφιλελεύθερη άποψη λειτουργίας των θεσμών, ως να ήταν επιχειρηματικές μονάδες, και εν τέλει δεν λύνει κανένα πρόβλημα διότι αγνοεί παντελώς τις συνθήκες και τις δυναμικές που διέπουν το σημερινό πανεπιστήμιο και την σχέση του με την κοινωνία. Ο παλιός νόμος δεν ήταν ούτε μεγαλύτερο ούτε μικρότερο πρόβλημα στην λειτουργία και στην ανάπτυξη του Πανεπιστήμιου από ότι ο καινούργιος. Διότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η πελατειακή παράδοση που εγκαθιδρύθηκε στα ΑΕΙ και ΤΕΙ όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας τους, η οποία θα συνεχίζει να διαφθείρει οποιονδήποτε νόμο. Που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος την αναξιοκρατία; και με ποιον τρόπο ο νέος νόμος θα επιβάλει την αξιοκρατία; Για παραδείγμα, οι σχέσεις πελατειακού δούναι και λαβείν στην ανάδειξη διοικήσεων (το περίφημο “χρίσμα” των πρυτανικών σχημάτων από κόμματα) γιατί θα εκλείψουν με την συμμετοχή εξωπανεπιστημιακών παραγόντων; Τα πανεπιστήμια δεν δουλεύουν σήμερα για τα μονοπώλια , ούτε με τον καινούργιο νόμο θα δουλέψουν, διότι κατά το πλείστον δεν είναι σε θέση να παράσχουν τέτοιες υπηρεσίες. Τα περισσότερα προγράμματα σπουδών δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της επιστήμης, οι ελλείψεις είναι τεράστιες, η χρηματοδότηση εξωφρενικά ελλιπής, οι επιστήμονες ασφυκτιούν και είναι έρμαια πολιτικών και κλικαδόρικων παρεμβάσεων ενώ οι περισσότεροι φοιτητές ξέρουν ότι αφού πλήρωσαν τα φροντιστήρια για να εισαχθούν θα εξέλθουν ως άνεργοι.
Εν τούτοις διαπιστώνω ότι η αριστερή άποψη για την Ανώτατη Εκπαίδευση δεν ηγεμονεύει ούτε πολιτικά ούτε ιδεολογικά στους κύκλους εκείνους που ειλικρινά θα ήθελαν το Πανεπιστήμιο προς όφελος του Πολίτη. Διαφωνώ ριζικά με την άποψη που διατυπώνεται και την πολιτική που εφαρμόζεται από αριστερές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ, στο πανεπιστήμιο. Ο αποκλεισμός καθηγητών σε αίθουσα μέχρις ότου “δώσουν μία ακόμα εξεταστική περίοδο” δεν είναι αριστερή πολιτική. Το να πνίξεις το πανεπιστήμιο στα σκουπίδια δεν είναι αριστερός τρόπος διεκδίκησης του δίκιου του εργαζόμενου. Έχει χαθεί το μέτρο και ο στόχος διότι λείπει η επεξεργασμένη πολιτική.
Δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να αφήσει την συγκεκριμενοποίηση θέσεων για τον ρόλο και την λειτουργία του πανεπιστημιακού θεσμού για μελλοντική διαβούλευση της πανεπιστημιακής κοινότητας. Διαφωνώ με την επιλογή! Διαφωνώ, διότι το Πανεπιστήμιο και γενικότερα το Σχολείο είναι κατ εξοχήν χώρος που θα έπρεπε να ηγεμονεύει ιδεολογικά η Αριστερά. Το όραμα της Αριστεράς για Παιδεία, Εκπαίδευση και Πανεπιστήμιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την κοινωνία. Ως εκ τούτου τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα έπρεπε να αποτελούν πεδίο νικηφόρας πολιτικής σύγκρουσης με τις δυνάμεις που απεργάζονται την υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και την εμπορευματοποίησή των σπουδών.
Θεωρώ “εποικοδομητική ήττα” της Αριστεράς την επιτυχία της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στα ΑΕΙ. Όχι γιατί έγιναν οι εκλογές για τις διοικήσεις, όχι γιατί έσπασε ο “τσαμπουκάς” κάποιων αλλά γιατί η συμμετοχή σε αυτές απέδειξε εντελώς εσφαλμένο το δήθεν άλλοθι της παν-πανεπιστημιακής αντίθεσης σε ένα νέο, ανούσιο νόμο. Λες και αυτός ο νόμος θα χρησιμοποιηθεί από την καθεστηκυία τάξη διαφορετικά από ότι χρησιμοποιήθηκε ο παλιός. Από που συνάγονταν ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα ήταν αναφανδόν εναντίον του νομοθετήματος και ιδιαίτερα όσων αφορούν στην διοίκηση; Ποιος μέτρησε τις δυνάμεις και κατέληξε σ” αυτά τα συμπεράσματα; Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλειψε να αντιληφθεί τις προτεραιότητες στο Πανεπιστήμιο, τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν άμεσα την πανεπιστημιακή κοινότητα. Σε αυτά τα ζητήματα θα είχε σύμμαχους τους πάντες. Στην ποιότητα των σπουδών, στην παραγωγή της νέας γνώσης, στις συνθήκες φοίτησης, στο σταμάτημα της αιμορραγίας της Ελληνικής οικογένειας να σπουδάσει τα παιδιά της κτλ κτλ.
Αντί θέσεων για τον χαρακτήρα του πανεπιστημίου, διεκδίκηση ποιότητας έρευνας και εκπαίδευσης, απαίτηση χρηματοδότησης, επελέγη, ως αιχμή, η σύγκρουση για τα συμβούλια διοίκησης. Επελέγη η αποχή από διαδικασίες αντί της πολιτικής αντιπαράθεσης θέσεων. Ισχυρίζομαι ότι επελέγη ένα περιφερειακό ζήτημα, σύμφωνα τουλάχιστον με την αντίληψη της πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας, ως το μείζον σημείο αντίθεσης με την νεοφιλελεύθερη άποψη για το πανεπιστήμιο. Κατά την γνώμη μου, το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Οι καθηγητές απέρριψαν την πολιτική της μετωπικής σύγκρουσης με διακύβευμα την εκλογή των συμβουλίων διοίκησης. Δεν ηττήθηκαν οι θέσεις της Αριστεράς, διότι παρουσιάστηκαν μόνο αφορισμοί. Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ βάλλει εναντίον της δημοκρατικής εγκυρότητας της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Αξίζει ίσως να εξετάσουμε το σημαντικό επιχείρημα (αφήνω στην άκρη το επιχείρημα για “ηλεκτρονικές υποκλοπές”). Έχει ίσως βάση ο ισχυρισμός ότι με ηλεκτρονική ψηφοφορία, χωρίς την επιτήρηση εφορευτικής επιτροπής, δεν διασφαλίζεται η μυστικότητα και το ανεπηρέαστο του ψηφοφόρου. Μιλάμε όμως για το Πανεπιστήμιο, ένα χώρο που ο καθηγητής κρίνεται από, και κρίνει συναδέλφους του, καθώς και αξιολογεί διαρκώς φοιτητές του. Συνεπώς, ποιο θα έπρεπε να είναι το κύριο ζήτημα αντιπαράθεσης της Αριστεράς με την καθεστηκυία τάξη; Τα συμβούλια διοίκησης ή η πανεπιστημιακή λειτουργία; Άστοχα και απληροφόρητα επιχειρήματα καθίστανται εύκολη βορά στο επικοινωνιακό δράκο του αντίπαλου.
Ισχυρίζομαι ότι το ζήτημα είναι αλλού. Ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο, η πρώτη μάχη για ηγεμονία αφορά στη ιδεολογία και στο συνεπές πράττειν σύμφωνα με την ιδεολογία. Αυτή η μάχη δεν δίνεται χωρίς να μετουσιωθεί το όραμα σε πολιτική, προσαρμοσμένο στις πραγματικές συνθήκες. Τυφλές κινητοποιήσεις φοιτητικών ομάδων και εργαζομένων δεν πείθουν γιατί δεν προσφέρουν κανένα ιδεολογικό και πολιτικό εχέγγυο στον πανεπιστημιακό δάσκαλο, ούτε στον φοιτητή ούτε πολύ περισσότερο στον γονιό του. Οι πολιτικές επιλογές ήταν λοιπόν λάθος και η αποτίμηση του “λάθους” συνεχίζει να είναι λάθος.
Στην οικονομία, όπως στους δημοκρατικούς θεσμούς, όπως στο κοινωνικό κράτος έτσι και στην Παιδεία-Εκπαίδευση-Πανεπιστήμιο, η Αριστερά θα πρέπει να πείσει για την πολιτική και ιδεολογική της υπεροχή, να ΗΓΕΜΟΝΕΥΣΕΙ πριν κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία.
Δεν καταλαβαίνω πως ακριβώς θα πρέπει να είναι μία σύγχρονη σοσιαλιστική οικονομία, πολύ περισσότερο πως θα είναι ο σοσιαλιστικός κοινωνικός ιστός. Δεν αισθάνομαι όμως άσχημα, ιδιαίτερα ρίχνοντας μια ματιά στο “ How to Change the World: Tales of Marx and Marxism” του Eric Hobsbawm. Ούτε ο Κάρολος Μαρξ ήξερε! Είμαι σίγουρος ότι δεν θα είναι όπως η Σοβιετία και είμαι ακόμα πιο σίγουρος ότι η σοσιαλιστική Πολιτεία θα πρέπει να αποσκοπεί στην ευτυχία του Πολίτη.
Σε γενικές γραμμές “υποψιάζομαι” πως θα πρέπει να είναι το Πανεπιστήμιο σε μία τέτοια κοινωνία. Πολύ λίγοι θα διαφωνήσουν ότι το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να είναι ναός επιστήμης, παραγωγός νέας γνώσης, γυμναστήριο πνεύματος, συμμέτοχος στην κοινωνική (και οικονομική) πρόοδο κτλ. Πολύ λίγοι θα διαφωνήσουν ότι σε ένα τέτοιο Πανεπιστήμιο ο φοιτητής έχει το καθήκον να απορροφεί τη γνώση και να αναπτύσσει δεξιότητες, να συμβάλλει ενεργά στον μαθησιακό διάλογο, να συμβάλλει στη δημοκρατική λειτουργία του Ιδρύματος και να στέκεται/σκέφτεται κριτικά στο περιεχόμενο και στο τρόπο παροχής σπουδών. Ότι ο Καθηγητής θα πρέπει να είναι αφοσιωμένος στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό του έργο, θα πρέπει να επιλέγεται και να προάγεται σύμφωνα με την αξία του και να αξιολογείται από τους φοιτητές και τους ομότιμους του για την πνευματική παραγωγή και συμβολή του. Ότι το Πανεπιστήμιο θα πρέπει, πρωτίστως, να είναι ανοιχτό στην κοινωνία και στον κάθε πολίτη, ότι δεν μπορεί να είναι ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ προσανατολισμένο στις εκάστοτε ανάγκες της παραγωγής ούτε η αγορά εργασίας θα καθορίζει αποκλειστικά τις σπουδές που θα προσφέρονται. Έννοιες όπως άμιλλα, αριστεία, επίτευγμα, προσφορά,… θα χρησιμοποιούνται καθημερινά για την αποτίμηση της λειτουργικότητας του θεσμού.
Ωστόσο, σήμερα ζούμε σε μία χρεοκοπημένη, εξαρτημένη, βασανισμένη χώρα που αφού διεφθάρη συστηματικά υπό την καθοδήγηση εντοπίων, αστών πολιτικών και με την συνεργασία ευρωπαϊκών και διεθνών οικονομικών παραγόντων (προς όφελος ιδιοτελών και ξένων συμφερόντων) έχει αποφασίσει ότι “κάτι πρέπει να αλλάξει”. Στο λαό μας απομένει να διαλέξει μεταξύ δύο πολιτικών: α) εφαρμογή των αλληλοδιαδεχόμενων μνημονίων με την ελπίδα ότι “κάτι θα γίνει στην Ευρώπη” και θα σωθούμε ή β) ανασυγκρότηση της χώρας με ιδία ευθύνη.
Η πρώτη επιλογή δεν χρειάζεται πολύ σκέψη, απλώς εφαρμόζονται οι υποδείξεις των δανειστών και η πολιτική χειραγωγείται από την διαρκή απειλή της μη έλευσης της δόσης και άρα της άτακτης χρεοκοπίας. Η δεύτερη, τουλάχιστον όπως προτείνεται από το ΣΥΡΙΖΑ, αφορά αφενός στην πολιτική λύση του Ευρωπαϊκού προβλήματος χρέους (το αντιλαμβάνομαι με τον ίδιο τρόπο που η διεθνής κοινότητα έλυσε το πρόβλημα του υπέρογκου χρέους της Γερμανίας λίγα χρόνια μετά την ήττα του ναζισμού) με γνώμονα την Ευρωπαϊκή Ιδέα της “Ευρώπης των Λαών” και αφετέρου στην εφαρμογή ενός προγράμματος εθνικής ανόρθωσης με γνώμονα την ανάδειξη του πολίτη στο προσκήνιο.
Η εύκολη λύση θα ήταν η επιλογή, ως κεντρικού άξονα στρατηγικής, της φθοράς και η τακτική του πλαγιοκοπήματος της αστικής πολιτικής. Βέβαια η λύση αυτή προϋποθέτει ότι δεχόμαστε πως δεν έχουν αξία αυτές καθαυτές οι λειτουργίες της αστικής Πολιτείας, διότι οι θεσμοί και οι μηχανισμοί υπηρετούν αντι-λαϊκές πολιτικές. Ωστόσο, μία τέτοια πολιτική, σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, δεν μπορεί να έχει μεγάλη απήχηση στην κοινωνία και η εμβέλεια της εξαντλείται στη διαμαρτυρία. Η σημερινή πολιτική ωριμότητα της Αριστεράς και η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, εκ των πραγμάτων επιβάλλουν άλλες στρατηγικές επιλογές, οι οποίες σκιαγραφήθηκαν και στις θέσεις- εκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Βεβαίως η επικοινωνιακή πολεμική των μνημονιακών κομμάτων λυσσομανά για να ταυτίσει την πολιτική αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ με δήθεν πολιτικές διαμαρτυρίας ή “λαϊκισμού” ή “κυβερνητικής ανετοιμότητας”, αποσκοπώντας στην απαξίωση των πραγματικών στρατηγικών στόχων και του πολιτικού προγράμματος του μεγαλύτερου κόμματος της Ελληνικής Αριστεράς. Εάν η πολιτική διδάσκει, τότε το “μάθημα” που διδάσκουν τα αστικά κόμματα είναι ότι “ώριμος να κυβερνήσει είναι εκείνος που χρησιμοποιεί αρχές και δεσμεύσεις ''a la carte''. Δυστυχώς η κοινωνία μας “διδάσκεται” αυτό το “μάθημα” για δεκαετίες τώρα. Θυμηθείτε… από το “χρηματιστήριο είναι ένδειξη ευρωστίας της οικονομίας μας”, από το “νόμιμο ή ηθικό”, έως το “λεφτά υπάρχουν”, για να μην αναφέρω και άλλα παραδείγματα κυβερνητικής ετοιμότητας των αστικών κομμάτων στην πρόσφατη ιστορία μας.
Η εκπόνηση αριστερής πολιτικής είναι “δύσκολη υπόθεση” διότι πρόκειται για έκφραση ειλικρινών αρχών και διαμόρφωση ρεαλιστικών στρατηγικών. Είναι “δύσκολη” διότι έχει να αντιπαλέψει τα συμφέροντα του πραγματικού “lobby της χρεοκοπημένης δραχμής και του κατεστραμμένου κοινωνικού κράτους”. Πολλοί μίλησαν για την ¨πατρίδα”, το “εθνικό συμφέρον”, τον “ταλαιπωρημένο λαό” αλλά εννοούσαν κάποιες τσέπες. Πολλοί μιλούν για ¨μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να τις έχουμε κάνει μόνοι μας” αλλά δεν εννοούν ότι ήταν εγκληματικό να προσληφθεί η εκλογική πελατεία τους στο δημόσιο. Εννοούν ότι θα πρέπει να μείνει ανοχύρωτος ο δημόσιος πλούτος, εύκολη βορά στους χρυσοθήρες της ελεύθερης αγοράς. Αντίθετα, η Αριστερά πρέπει να διαμορφώνει πολιτικές προς όφελος του πολίτη, να επιβάλει ανάπτυξη που δε συμφέρει τα κυρίαρχα χρηματοπιστωτικά ή άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα αλλά εξυπηρετεί το συμφέρον του δικού μας και των άλλων Ευρωπαϊκών λαών. Η Αριστερά λοιπόν, έχει εξασφαλίσει “από χέρι” ισχυρούς αντιπάλους.
Για κάθε ένα “επικοινωνιακό πυροτέχνημα” των μνημονιακών “μεταρρυθμιστών”, που αφορά στους θεσμούς της κοινωνίας και της δημοκρατίας, η Αριστερά θα πρέπει να αναδεικνύει την ουσία, να καταγγέλλει την διαστρέβλωση και να εκπονεί πολιτικές προ όφελος του πολίτη. Αυτή είναι και η αναγκαία συνθήκη της “ηγεμονίας” της και η ικανή συνθήκη για να κυβερνήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να ηγεμονεύσει ιδεολογικά και πολιτικά στην κοινωνία για να αναδειχθεί με δημοκρατικές εκλογές σε κυβέρνηση της χώρας. Να πείσει με θέσεις και πολιτικές ότι το όραμα “ο πολίτης στο προσκήνιο” μπορεί να γίνει βιώσιμη πραγματικότητα. Οι τέως πόλοι του δικομματισμού και σημερινοί πυλώνες του μνημονίου αρκεί να πουν ψέματα για τις προθέσεις τους και να υπαινιχθούν, κλείνοντας το μάτι, ότι θα “ηγεμονεύσουν οι ημέτεροι”.
Όταν επί παραδείγματι οι θιασώτες των μνημονίων μιλούν για “αξιοκρατία” και “αξιολόγηση” θα πρέπει η Αριστερά να αντιπαραβάλει, στο “πελατειακό κράτος”, που δημιούργησαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ , την αριστερή άποψη για αυτούς τους όρους. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Δεν αρκούν αοριστολογίες. Η κριτική και άρνηση της καθεστηκυίας αντίληψης (ακόμα και η αποκάλυψη ιδιοτελών συμφερόντων, μασκαρεμένων σε δήθεν εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις) δεν αποτελούν ολοκληρωμένη πολιτική απάντηση. Ούτε αρκεί η επίκληση σε γενικές αρχές που θα εφαρμοστούν όταν η Αριστερά έχει την κυβερνητική εξουσία. Η Αριστερά θα πρέπει να αποδεικνύει διαρκώς την ιδεολογική και πολιτική της υπεροχή, να ηγεμονεύει ιδεολογικά και πολιτικά. Ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία πρακτικά σημαίνει να πείθεις με την πληρότητα των θέσεων για το τι είναι προς όφελος του Πολίτη, τι θα πρέπει να γίνει τώρα και τι θα γίνει μετά. Οποιαδήποτε αδυναμία στην συγκεκριμενοποίηση τέτοιων θέσεων βλάπτει διπλά: α) δεν προσφέρει την αριστερή διέξοδο στην παγιδευμένη κοινωνία και β) αφήνει χώρο στην αντίπαλη πολιτική να επικρατήσει ακόμα και σε πολίτες που ιδεολογικά και πολιτικά συμμερίζονται τις αριστερές αρχές. Ακόμα και στην περίπτωση που η Αριστερά επικαλείται άλλες επείγουσες, υπαρκτές προτεραιότητες δεν αρκεί, η κατά τα άλλα, ειλικρινής πρόθεση ότι “το ζήτημα θα επεξεργασθή στο μέλλον”.
Ο νόμος Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου για την Ανώτατη Εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από την νεοφιλελεύθερη άποψη λειτουργίας των θεσμών, ως να ήταν επιχειρηματικές μονάδες, και εν τέλει δεν λύνει κανένα πρόβλημα διότι αγνοεί παντελώς τις συνθήκες και τις δυναμικές που διέπουν το σημερινό πανεπιστήμιο και την σχέση του με την κοινωνία. Ο παλιός νόμος δεν ήταν ούτε μεγαλύτερο ούτε μικρότερο πρόβλημα στην λειτουργία και στην ανάπτυξη του Πανεπιστήμιου από ότι ο καινούργιος. Διότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η πελατειακή παράδοση που εγκαθιδρύθηκε στα ΑΕΙ και ΤΕΙ όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας τους, η οποία θα συνεχίζει να διαφθείρει οποιονδήποτε νόμο. Που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος την αναξιοκρατία; και με ποιον τρόπο ο νέος νόμος θα επιβάλει την αξιοκρατία; Για παραδείγμα, οι σχέσεις πελατειακού δούναι και λαβείν στην ανάδειξη διοικήσεων (το περίφημο “χρίσμα” των πρυτανικών σχημάτων από κόμματα) γιατί θα εκλείψουν με την συμμετοχή εξωπανεπιστημιακών παραγόντων; Τα πανεπιστήμια δεν δουλεύουν σήμερα για τα μονοπώλια , ούτε με τον καινούργιο νόμο θα δουλέψουν, διότι κατά το πλείστον δεν είναι σε θέση να παράσχουν τέτοιες υπηρεσίες. Τα περισσότερα προγράμματα σπουδών δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της επιστήμης, οι ελλείψεις είναι τεράστιες, η χρηματοδότηση εξωφρενικά ελλιπής, οι επιστήμονες ασφυκτιούν και είναι έρμαια πολιτικών και κλικαδόρικων παρεμβάσεων ενώ οι περισσότεροι φοιτητές ξέρουν ότι αφού πλήρωσαν τα φροντιστήρια για να εισαχθούν θα εξέλθουν ως άνεργοι.
Εν τούτοις διαπιστώνω ότι η αριστερή άποψη για την Ανώτατη Εκπαίδευση δεν ηγεμονεύει ούτε πολιτικά ούτε ιδεολογικά στους κύκλους εκείνους που ειλικρινά θα ήθελαν το Πανεπιστήμιο προς όφελος του Πολίτη. Διαφωνώ ριζικά με την άποψη που διατυπώνεται και την πολιτική που εφαρμόζεται από αριστερές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ, στο πανεπιστήμιο. Ο αποκλεισμός καθηγητών σε αίθουσα μέχρις ότου “δώσουν μία ακόμα εξεταστική περίοδο” δεν είναι αριστερή πολιτική. Το να πνίξεις το πανεπιστήμιο στα σκουπίδια δεν είναι αριστερός τρόπος διεκδίκησης του δίκιου του εργαζόμενου. Έχει χαθεί το μέτρο και ο στόχος διότι λείπει η επεξεργασμένη πολιτική.
Δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να αφήσει την συγκεκριμενοποίηση θέσεων για τον ρόλο και την λειτουργία του πανεπιστημιακού θεσμού για μελλοντική διαβούλευση της πανεπιστημιακής κοινότητας. Διαφωνώ με την επιλογή! Διαφωνώ, διότι το Πανεπιστήμιο και γενικότερα το Σχολείο είναι κατ εξοχήν χώρος που θα έπρεπε να ηγεμονεύει ιδεολογικά η Αριστερά. Το όραμα της Αριστεράς για Παιδεία, Εκπαίδευση και Πανεπιστήμιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την κοινωνία. Ως εκ τούτου τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα έπρεπε να αποτελούν πεδίο νικηφόρας πολιτικής σύγκρουσης με τις δυνάμεις που απεργάζονται την υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και την εμπορευματοποίησή των σπουδών.
Θεωρώ “εποικοδομητική ήττα” της Αριστεράς την επιτυχία της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στα ΑΕΙ. Όχι γιατί έγιναν οι εκλογές για τις διοικήσεις, όχι γιατί έσπασε ο “τσαμπουκάς” κάποιων αλλά γιατί η συμμετοχή σε αυτές απέδειξε εντελώς εσφαλμένο το δήθεν άλλοθι της παν-πανεπιστημιακής αντίθεσης σε ένα νέο, ανούσιο νόμο. Λες και αυτός ο νόμος θα χρησιμοποιηθεί από την καθεστηκυία τάξη διαφορετικά από ότι χρησιμοποιήθηκε ο παλιός. Από που συνάγονταν ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα ήταν αναφανδόν εναντίον του νομοθετήματος και ιδιαίτερα όσων αφορούν στην διοίκηση; Ποιος μέτρησε τις δυνάμεις και κατέληξε σ” αυτά τα συμπεράσματα; Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλειψε να αντιληφθεί τις προτεραιότητες στο Πανεπιστήμιο, τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν άμεσα την πανεπιστημιακή κοινότητα. Σε αυτά τα ζητήματα θα είχε σύμμαχους τους πάντες. Στην ποιότητα των σπουδών, στην παραγωγή της νέας γνώσης, στις συνθήκες φοίτησης, στο σταμάτημα της αιμορραγίας της Ελληνικής οικογένειας να σπουδάσει τα παιδιά της κτλ κτλ.
Αντί θέσεων για τον χαρακτήρα του πανεπιστημίου, διεκδίκηση ποιότητας έρευνας και εκπαίδευσης, απαίτηση χρηματοδότησης, επελέγη, ως αιχμή, η σύγκρουση για τα συμβούλια διοίκησης. Επελέγη η αποχή από διαδικασίες αντί της πολιτικής αντιπαράθεσης θέσεων. Ισχυρίζομαι ότι επελέγη ένα περιφερειακό ζήτημα, σύμφωνα τουλάχιστον με την αντίληψη της πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας, ως το μείζον σημείο αντίθεσης με την νεοφιλελεύθερη άποψη για το πανεπιστήμιο. Κατά την γνώμη μου, το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Οι καθηγητές απέρριψαν την πολιτική της μετωπικής σύγκρουσης με διακύβευμα την εκλογή των συμβουλίων διοίκησης. Δεν ηττήθηκαν οι θέσεις της Αριστεράς, διότι παρουσιάστηκαν μόνο αφορισμοί. Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ βάλλει εναντίον της δημοκρατικής εγκυρότητας της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Αξίζει ίσως να εξετάσουμε το σημαντικό επιχείρημα (αφήνω στην άκρη το επιχείρημα για “ηλεκτρονικές υποκλοπές”). Έχει ίσως βάση ο ισχυρισμός ότι με ηλεκτρονική ψηφοφορία, χωρίς την επιτήρηση εφορευτικής επιτροπής, δεν διασφαλίζεται η μυστικότητα και το ανεπηρέαστο του ψηφοφόρου. Μιλάμε όμως για το Πανεπιστήμιο, ένα χώρο που ο καθηγητής κρίνεται από, και κρίνει συναδέλφους του, καθώς και αξιολογεί διαρκώς φοιτητές του. Συνεπώς, ποιο θα έπρεπε να είναι το κύριο ζήτημα αντιπαράθεσης της Αριστεράς με την καθεστηκυία τάξη; Τα συμβούλια διοίκησης ή η πανεπιστημιακή λειτουργία; Άστοχα και απληροφόρητα επιχειρήματα καθίστανται εύκολη βορά στο επικοινωνιακό δράκο του αντίπαλου.
Ισχυρίζομαι ότι το ζήτημα είναι αλλού. Ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο, η πρώτη μάχη για ηγεμονία αφορά στη ιδεολογία και στο συνεπές πράττειν σύμφωνα με την ιδεολογία. Αυτή η μάχη δεν δίνεται χωρίς να μετουσιωθεί το όραμα σε πολιτική, προσαρμοσμένο στις πραγματικές συνθήκες. Τυφλές κινητοποιήσεις φοιτητικών ομάδων και εργαζομένων δεν πείθουν γιατί δεν προσφέρουν κανένα ιδεολογικό και πολιτικό εχέγγυο στον πανεπιστημιακό δάσκαλο, ούτε στον φοιτητή ούτε πολύ περισσότερο στον γονιό του. Οι πολιτικές επιλογές ήταν λοιπόν λάθος και η αποτίμηση του “λάθους” συνεχίζει να είναι λάθος.
Στην οικονομία, όπως στους δημοκρατικούς θεσμούς, όπως στο κοινωνικό κράτος έτσι και στην Παιδεία-Εκπαίδευση-Πανεπιστήμιο, η Αριστερά θα πρέπει να πείσει για την πολιτική και ιδεολογική της υπεροχή, να ΗΓΕΜΟΝΕΥΣΕΙ πριν κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου