Οι ελληνικές ταινίες του 2012-2013 αντιστέκονται σθεναρά στα όσα
συμβαίνουν. Oι περισσότερες απ’ αυτές διαθέτουν έντονο, κοινωνικό
προβληματισμό. Το ενδιαφέρον είναι πως εξετάζουν τη βαθύτατη, σύγχρονη,
ελληνική κρίση σε όλα τα επίπεδα. Το οικονομικό είναι μόνον μια παράμετρος.
Απ’ αυτή, βεβαίως, εκκινούν αλυσιδωτές εξελίξεις. Ωστόσο, οι Έλληνες
δημιουργοί μένουν και στο θέμα της ηθικής διάστασης των πραγμάτων: Η παράδοση,
το παρελθόν, οι αξίες, η εξαλλαγή τους σε τερατογενέσεις μάς προσφέρουν μια
ανησυχητική όψη του καθημερινού.
Το
ωραίο με τον κινηματογράφο είναι πως, όταν βλέπεις μυθοπλαστικά γεγονότα που τα
βιώνεις, τότε αναγνωρίζεις καλύτερα τι συμβαίνει. Επιβαίνοντας στο σύστημα όπου
διεξάγεται το «πείραμα», είναι λίγο δύσκολο να ξεδιαλύνουμε καταστάσεις.
H κόρη
Συνεχίζω,
λοιπόν, διευκρινίζοντας πως είναι ερευνητικά κείμενα, ταξινομητικά και όχι με
την κλασική έννοια της κριτικής. Επ’ ευκαιρία να ευχαριστήσω θερμά όλους όσους
δημιουργούς και παράγοντες με βοήθησαν να δω πολλές, φετινές, ελληνικές
ταινίες.
Στο
σημερινό αφιέρωμα θα εξετάσουμε δύο πολύ ενδιαφέροντες σκηνοθέτες.
Αρχικά ο Θάνος Αναστόπουλος, που είναι δημιουργός κοινωνικών ιχνηλατήσεων, όπως
απέδειξε με το Όλο το βάρος
του κόσμου, αλλά ιδίως με τη Διόρθωση.
Είναι
ακόμα ο Γιώργος Αγαθονικιάδης που έζησε για χρόνια στην Τσεχία, γύρισε δύο πολύ
ενδιαφέρουσες και συναισθηματικά φορτισμένες ταινίες και επανέρχεται τώρα.
Ο Αναστόπουλος μας στέλνει την Κόρη και ο Αγαθονικιάδης τον Ξένο.
Είναι δύο χαρακτηριστικές, κινηματογραφικές εκφράσεις της κρίσης. Η Κόρη είναι κατά κάποιο τρόπο ένα
ψυχολογικό, αποδιαρθρωμένο νεονουάρ και ο Ξένος ένα συνειδησιακό οδοιπορικό με
αισθητική, μαγικού ρεαλισμού. Τι θα είχε να πει ο Αντονιόνι γι’ αυτά τα δύο
φιλμ; Μα αναμφισβήτητα πως σχολιάζουν την αποξένωση. Είναι φανερό ακόμα πως οι
δύο σκηνοθέτες συμπεραίνουν, αποδεικνύουν πως η οικονομική κρίση έφθασε ως
επίλογος, αποτελείωσε μια ήδη διαλυμένη κοινωνικά και ηθικά χώρα. Απλά τα νέα
οικονομικά δεδομένα δημιούργησαν επιπλοκές, αλλά η πρωτογενής βλάβη είναι
αλλού.
Στην Κόρη παρατηρούμε και την Αθήνα των ταραχών,
μαθαίνουμε και για τα οικονομικά προβλήματα, πληροφορούμαστε για τις διαλυμένες
σχέσεις, ενώ οι ήρωες προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τις έννοιες των λέξεων
και των όρων. Δύο παιδιά, η Μυρτώ και ο Άγγελός, εμπλέκονται σ’ ένα
παιγνίδι που περνάει από πολλά επίπεδα, περιέχει και τρυφερότητα και βία.
Ο μικρός Άγγελος βρίσκεται σε κατάσταση ομηρίας, ενώ η απουσία του πατέρα της
κοπέλας πυκνώνει ολοένα και πιο βαριά το φιλμικό κλίμα.
Συνέταιροι
μαλωμένοι, ανδρόγυνα χωρισμένα σε μια Αθήνα υποφωτισμένη, βουβή και το δράμα
εξελίσσεται αργά ως τη ραγδαία εξέλιξη. Ο σκηνοθέτης δείχνει πως γνωρίζει καλά
τις παγίδες ενός τέτοιου θέματος, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν στα παιδιά.
Έτσι,
το ύφος του είναι μινιμαλιστικό, ελλειπτικό, γεμάτο σιωπές, βλέμματα,
υπαινιγμούς, με έντονο το στοιχείο της αποδραματοποίησης. Είναι η αποδιάρθρωση
που ανέφερα στην αρχή. Ταυτόχρονα σκέφτομαι δημιουργικά πώς θα το γύριζε αυτό
το θέμα ένας Αμερικανός σκηνοθέτης ή ένας Γάλλος της σχολής Μπεσόν.
Ο
τρόπος γυρίσματος αφορά στο τι επιθυμείς να προσφέρεις στο θεατή. Στην καλύτερη
περίπτωση ένας καλός Αμερικανός δημιουργός ενσωματώνει έντονα κοινωνικά και
ιδεολογικά στοιχεία. Ένας νέος Γάλλος δίνει ιδίως σημασία στη δράση και στην
καταγραφή των σχέσεων, των χαρακτήρων του. Ο Έλληνας μας παραδίδει ένα αμιγές
κοινωνικό, πολιτικό απόσταγμα. Αν μάλιστα προσεχθούν τα πλάνα του τέλους, θα
νιώσουμε την πολλαπλή συντριβή, που βαραίνει όχι μόνο τους ήρωες αλλά όλο τον
κοινωνικό περίγυρο.
Δεν
επιθυμώ να φθάσω σε υπερβολές, αλλά η αποδιάρθρωση στο είδος του νουάρ γίνεται
όπως θα το έκανε ας πούμε ο Καουρισμάκι και από την ελληνική πραγματικότητα οι
Παναγιωτόπουλος, Οικονομίδης. Βέβαια, έτσι αραιώνεται πλήρως η δράση που
καταλήγει να είναι εσωτερική, ψυχολογική, του φαντασιακού του «μυαλού» χωρίς να
φθάνουμε ποτέ στη διαστροφή. Απλά κυριαρχεί η παρερμηνεία.
Ο Ξένος διαθέτει άλλες αρετές και αναφέρεται
ευθέως στην … καθολική ελληνική αποξένωση. Πώς να αναγνωρίσεις τη σύγχρονη
Ελλάδα σε σχέση με το μυθικό παρελθόν της; Όταν μάλιστα συγκριτικά σκεφθούμε
πως μεταξύ 1974- 2012 η πατρίδα έγινε μια άλλη χώρα, νιώθουμε σε ποιες αβύσσους
μάς οδηγεί η σύγκριση με την αρχαιότητα. Ο Ξένος είναι μια ταινία αγανάκτησης, όπου ο Αγαθονικιάδης με την ευαισθησία του και με ένα μαγικό, συμβολικό
λυρισμό αναφέρεται σε όλη αυτή την τεράστια, νεοελληνική απώλεια. Αλλοτρίωση,
αποξένωση, απομάκρυνση από την παράδοση, τα έθιμα, τη σοφία, την κουλτούρα. Ο Έλληνας
ξένος στον τόπο του καθορίζει και το βαθμό της δικής του ευθύνης για τη
σημερινή έκπτωση. Έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα και γι’ αυτό οι σκηνοθέτες
προχωρούν σε ανάλογες καταγραφές των «φαγωμένων» ελληνικών σωθικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου